τάρρωμα

τάρρωμα
τὸ, Α
(αττ. τ.) βλ. τάρσωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”